κρέμαστρο

κρέμαστρο
το (Α) (κρέμαστρον)
η κρεμάθρα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. κρεμάσ-αι, απρμφ. αορ. τού κρεμάννυμι) + επίθημα -τρον (πρβλ. ξύγασ-τρον, σκέπασ-τρον). Η λ., στον λόγιο τ. κρέμαστρον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (έναρξη έκδ. 1833)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”