- κρέμαστρο
- το (Α) (κρέμαστρον)η κρεμάθρα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. κρεμάσ-αι, απρμφ. αορ. τού κρεμάννυμι) + επίθημα -τρον (πρβλ. ξύγασ-τρον, σκέπασ-τρον). Η λ., στον λόγιο τ. κρέμαστρον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (έναρξη έκδ. 1833)].
Dictionary of Greek. 2013.